ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Σχετική εικόνα

Ποίηση είναι οι άνθρωποι. Κάθε άνθρωπος ένα ποίημα από μόνος του. Με τους στίχους και τις ομοιοκαταληξίες του. Ποίηση είναι τα μικρά ανθρωπάκια. Τα παιδιά. Τα παιδιά που τρέχουν ανέμελα στις αλάνες. Που τρώνε παγωτό και στη μπλούζα τους στάζει όπως το κοιτάνε και αγοράζουν ένα γλειφιτζούρι απ’ το μπακάλικο της γειτονιάς, ξετυλίγουν μια καραμέλα και κάνουν μια τσιχλόφουσκα. Ωχ, μου έφυγε το μπαλόνι απ’ το χέρι. Καλά δεν το είχα δέσει στον καρπό και τώρα ψηλά πετά στον ουρανό. Μου έφυγε το μπαλόνι. Ποίηση είναι οι ερωτευμένοι.
Οι ερωτευμένοι που φιλιούνται όλο πάθος κάπου στα σκοτεινά και ποθούν τα σώματά τους ν’ ανταμώσουν. Λένε σ’ αγαπώ και σε θέλω ψιθυρίζουν. Στο αυτί μιλούν το σε λαχταρώ. Έλα τώρα εδώ. Μην αργείς. Πονώ μακριά σου. Έλα, φανερώσου μου, φίλα με, φτάσε με, πιάσε με, γλιστρώ, σου γλιστρώ.

Οι αγωνιστές κι οι αγωνίστριες ποίηση είναι. Ποίηση είναι, όπως βγαίνουν στις πλατείες με πανό και με συνθήματα. Σμίγουν στους δρόμους και περπατούν. Απλά περπατούν. Για το δίκαιο περπατούν. Κι αυτό είναι εντάξει.

Κι οι άστεγοι που φτιάχνουν πρόχειρα ένα σπίτι στο κατώφλι μιας πολυκατοικίας περιμένοντας ένα βλέμμα, ένα μόνο βλέμμα συμπόνια να δείξει. Από κάποιον, έστω κι έναν. Κάποτε έρχεται. Συχνά όχι. Μόνοι. Σχεδόν μόνοι. Μόνοι. Έρημοι. Κοίτα με πεθαίνω σ’ ένα σκαλοπάτι.

Ναι. Ποίηση είναι οι άνθρωποι. Όπως κλαίνε ή γελούν. Που ζουν δράματα και τραγωδίες κι άνοιξες κι ευτυχίες. Ποίηση είναι οι κατατρεγμένοι. Όλης της γης οι κατατρεγμένοι. Οι δυστυχείς. Οι άμαχοι πολέμου κι οι πρόσφυγες πολέμου. Οι φτωχοί. Οι πάμφτωχοι. Κι εκείνοι που στέκονται σε μια ουρά για ένα συσσίτιο, κι οι άνεργοι, οι χρόνια άνεργοι που έπληξαν πια στις ουρές για την κάρτα ανεργίας να περιμένουν κι αυτοί που στριμώχνονται σε μια βάρκα μια πατρίδα να βρουν και του πολέμου να ξεφύγουν. Άλλοτε τα καταφέρνουν, άλλοτε όχι. Κι η θάλασσα που τους ρουφά ποίηση είναι. Έτσι όπως τους ρουφά και στον βυθό της τους πάει. Μάνες, πατέρες και παιδιά, νιους κι ηλικιωμένους, εκεί, εκεί στο βυθό της, όλοι, με τα ίδια ρούχα όλοι, πορτοκαλί σωσίβια τρυπημένα. Όλοι εκεί στον πυθμένα της, ανάμεσα σε κοράλλια κι αχινούς, μέδουσες και τσούχτρες.

Ναι, ίσως μια «άσχημη» ποίηση να μοιάζει αυτή, μα ποίηση να γίνει. Που οι ποιητές της μιλούν για την ασχήμια και τη βαρβαρότητα τούτου εδώ του κόσμου. Τα νεκρά παιδιά των πολέμων. Που άδικα, άδικα σκοτώνονται κάπου μακριά, τόσο κοντά. Ποιητής να γίνεις για κείνο να μιλήσεις. Στα καλά καθούμενα εσύ ποιητής να γίνεις. Άλλο δε σου μένει, ποιητής πρέπει να γεννηθείς. Στα σαράντα σου, στα πενήντα, στα εβδομήντα σου. Πρέπει. Ποιητής να γεννηθείς για εκείνο το αδέσποτο μικρό, το χωρίς πατρίδα και Θεό, που σε κοίταξε στα μάτια και τώρα ολομόναχο κοιμάται, νεκρό κοιμάται πάνω σ’ ένα φύκι.



Γιάννα Κουκά
Πηγή: artinews.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις