ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ !




- Θέλω να μου πεις ένα ωραίο παραμυθάκι, μπαμπά, για να κοιμηθώ γλυκά γλυκά. Να, όπως τα παραμύθια που μου λέει κι η μαμά μου. Τη Σταχτοπούτα, την Πεντάμορφη και το Τέρας, τον Παπουτσωμένο Γάτο, τη Χιονάτη και τους εφτά Νάνους, τον κακό το Λύκο και τα τρία Γουρουνάκια.

- Καλά, θα σου πω. Αλλά όχι τέτοια. Ένα άλλο, δικό μου. Είναι για τον καιρό. Που λέω στην τηλεόραση τι καιρό θα κάνει, κι εσύ, όταν με βλέπεις, φωνάζεις «ο μπαμπάς μου, ο μπαμπάς μου», κι εγώ χαίρομαι που σ’ ακούω. Να δεις που θα σ’ αρέσει πολύ.

Από αρχές Σεπτεμβρίου, Οκτώβριος, Νοέμβριος, Δεκέμ­βριος­, τελειωμένος πια και ο Ιανουάριος. Σύνολο πέντε. Αν βγάλουμε κάτι μικρές ψιχάλες, πέντε ολόκληρους μήνες είχε να βρέξει κανονικά. Όπως τουλάχιστον έβρεχε παλιά. Αλλά τώρα τίποτα. Λίγη πάχνη το πρωί και ολημερίς λια­κάδα. Ένας ξε­πλυμένος ήλιος. Πουθενά στον ορίζοντα σύννεφα. Άφαντη κι η βροχή, ούτε μια νιφάδα χιόνι. Σκόνη και ξεραΐλα. Σκόνη και ξεραΐλα μες στο καταχείμωνο…

Στην αρχή δεν έδωσαν σημασία. Συνηθισμένοι από τις αναποδιές του καιρού, πάει δέκα-δεκαπέντε χρόνια συνέχεια το ίδιο βιολί, καπάκι ο ένας καύσωνας μετά τον άλλο, ύστερα δύο μήνες παγω­νιά και χιόνια, στη συνέχεια μια σύντομη περίοδος που ξέχυναν καθημερινά οι ουρανοί τα υπό­λοιπα νερά του χρόνου, και κατόπιν ξανά από την αρχή τα ίδια. «Η υψηλότερη θερμοκρασία από το καλοκαίρι του 2003», «Τόσο πολύ χιόνι έχει να ρίξει από το χειμώνα του 1988», «Το ύψος της βροχής που έπεσε χθες στην Αττική πλησιάζει τη μεγαλύτερη τιμή που κατέγραψε ποτέ η μετεωρολογική υπηρεσία στο λεκανοπέ­διο», άρχισαν να ψελλίζουν δεξιά κι αριστερά στα κανάλια, στους σταθμούς και στις εφημερίδες. Ότι δηλαδή κάτι δεν πάει καλά. Στην πραγματικό­τητα, για να έχουν να λένε και να ησυχάζουν. Παραδέχονταν το πρόβλημα, ανακούφιζαν την ανησυχία και χαίρονταν με την ειλικρίνειά τους. Παραπέρα όμως δεν μπορούσαν και δεν θέλανε να πάνε. Δεν τους βόλευε να πάνε.

Στο κάτω κάτω, κάτι γινόταν ακόμη. Έπιανε το θερμόμετρο 43 βαθ­μούς, βάζανε στο τέρμα τα κλιματιστικά, κουβαλούσαν τους γέρους στα δημόσια κτίρια, ανοίγανε τα σιντριβάνια, πίνανε παγωμένο τσάι και, όταν ευκαιρούσαν, πετάγονταν στις παραλίες. Έπεφτε η βαρυχειμωνιά, ανάβανε στο φουλ τα καλοριφέρ, ρίχνανε στους δρόμους αλάτι, βγάζανε τα εκχιονιστικά, μοίραζαν σούπα στους απόρους και, όταν τα πράγματα έφταναν στο απροχώρητο, κλείνα­νε και τα σχολεία. Τα κουτσοβόλευαν.

Τέτοιο όμως ξεχειλωμένο καλοκαίρι, μεσοστρατίς χειμώνα, πρώτη φορά τούς τύχαινε. Στράφι η διήμερη στο χωριό, γκρίνιαζαν τα σαλέ, χριστοκαντήλιαζαν οι πετρελαιάδες, παραπονιούνταν τα εμπορικά της Εγνατίας και της Τσιμισκή, δυσφορούσε κι ο κοσμάκης. Γιατί Χριστούγεννα περίμεναν, Χριστούγεννα ήρθαν και Χριστούγεννα δε χαίρονταν. Αναμμένο τζάκι και ψημένα κάστανα και φωτεινές ευχετήριες επιγραφές και αραδιασμένες σε πλατείες φάτνες και χιόνια στο καμπαναριό, φαντάσου με δεκατρείς και δεκαπέντε και δεκαέξι και δεκαεννιά βαθμούς Κελσίου, χριστουγεννιά­τικη συσκευασία σε θερινή εκπτωτική προσφορά.

Να, όπως κάνουν στην Αυστραλία, που έχει το Δεκέμβρη καλοκαίρι και είναι όλοι μαζεμένοι στις παραλίες και βγαίνουν με ταχύπλοα από τη θάλασσα οι Αϊ-Βασίληδες και μοιράζουν στον κόσμο δώρα και τους τραβάνε φωτογραφίες με τις γυμνές κοπέλες. Τους βλέπεις μετά στην τηλεόραση και αναρωτιέσαι τι σόι Χριστούγεννα είναι αυτά. Κι όσο να πεις, εκεί το έχουν παράδοση και έθιμο να τα γιορτάζουν έτσι. Εδώ τι γίνεται;

Πήγαιναν λοιπόν οι άνθρωποι στα μαγαζιά, αγόραζαν μάλλινα, τραγουδούσαν τα παιδιά «Καλήν εσπέραν άρχοντες», μαζεύονταν οι συγγενείς στο γιορτινό τραπέζι, ψήνανε στο φούρνο γεμιστές γαλοπούλες, βάζανε φλουριά στις βασιλόπιτες, αντάλλασσαν ευχές για τον καινούριο χρόνο, κάνανε δηλαδή ό,τι συνήθιζαν να κάνουν πάντα στις γιορτές, αλλά και πάλι γιορτές δεν καταλάβαιναν. Όσο κι αν υποκρίνονταν, ένιωθαν ότι κάπου είχαν λάθος. Λες κι έπαιζαν στο θέατρο. Καλοί στους ρόλους τους. Δε λέω, πολύ καλοί. Ωστόσο από άλλη παράσταση τα σκηνικά, από άλλη τα κοστούμια.

Απορούσαν. Είκοσι, τριάντα, πενήντα χρόνια; Τέτοιο πράγ­μα δε θυμούνταν ξανά να τους έχει συμβεί. Άρχισαν σιγά σιγά να προβλημα­τίζονται. Φυσικό φαινόμενο ή ανθρώπινη παρέμβαση; Προσωρινή ανωμα­λία του καιρού ή μόνιμη κατάσταση; Θα φτάσουν για το καλοκαίρι τα αποθέματα νερού ή με το δελτίο θα το πίνουν; Μπορεί και το ένα, μπορεί και το άλλο, απαντούσαν σιβυλλικά οι επιστήμονες, αλλά τεκμηριωμένη απάντηση δεν ήταν ακόμη σε θέση να τους δώσουν.

Τέλειωσαν όμως οι διακοπές, ξεκίνησε πάλι ο κόσμος τις δουλειές του, πρωινό ξύπνημα, τα παιδιά στο σχολείο, ψάξιμο για πάρκινγκ, η φάτσα του συναδέλφου και η γκρίνια του αφεντικού, ψώνια στο σουπερμάρκετ, τα παιδιά από το σχολείο, διάβασμα, τρέχα φροντιστήρια, βρα­δινά τηλεοπτικά μικροσκάνδαλα, βαθύς ύπνος. Περνούσε γρήγορα ο καιρός, λουσμένος με πρωινές πάχνες και χειμω­νιάτικες λιακάδες. Ήσυχα, σχεδόν ευτυχισμένα.

Όσο περνούσαν οι μέρες άρχισαν να αποξεχνιού­νται ή, πιο σωστά, να συνηθίζουν. Κι εδώ που τα λέμε, καλύτερα περνούσαν έτσι. Ούτε χιονιάς αλλά ούτε και κάψα. Ούτε να λερώνονται τα ρούχα, ούτε να καθα­ρίζουν όλη την ώρα τα μπαλκόνια, ούτε να κουβαλάνε ομπρέλες, ούτε να πλένουν συνέχεια το αυτο­κίνητο, ούτε να πληρώνουν τα μαλλιο­κέφαλά τους στα πετρέλαια. Στο κάτω κάτω, ένας ήπιος χειμώνας ήταν μόνο. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Δε χρειάζονταν λοιπόν υπερβολές. Κι αν, αν λέμε, συνέχιζε έτσι ο καιρός, όλο και κάποια λύση θα ’βρισκαν στο τέλος οι επιστήμονες.

Τελικά το αποφάσισαν. Πιο καλά ήταν έτσι. Κουβέντα δεν ξανακούστηκε. Ουφ! Ησύχασαν.


*Το παραμύθι του ύπνου, εκδ. Μεταίχμιο, 2008

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις