ΠΙΣΩ ΑΠ' ΤΑ ΣΤΟΛΙΔΙΑ....



 
 Στολισμένη Αθήνα, γιορτινή! Τι όμορφη που δείχνεις...
Τι κι αν μόλις τα φώτα σβήσουν, εμφανίζονται σα μαύρες σκιές οι διάφοροι Αγιάννηδες που ζουν πάντα στη σκιά.

Τα φώτα πρέπει όλα να τα σκεπάζουν... Και στο πρόσωπο φορεμένο ξανά και ξανά το περσινό και το προπέρσινο χαμόγελο, μήπως και διώξει μακριά τον πονο...

Τι κι αν πονάς; Κι ας κλαις τα βράδια μόνος σου, δίχως το βάρος να μπορείς να το σηκώσεις... Έχουμε Χριστούγεννα και πρέπει να γιορτάσεις. Πρέπει την πλάνη ν' αγοράσεις και να δείχνεις χαρούμενος. Τι κι αν δεν είσαι; Ποιον μέλει; Ποιον νοιάζει;

Όπου κι αν πας, ακούς χαρούμενες μουσικές. Που λάμπουν κάτω απ' τα φωτάκια. Μα είναι μουσικές κρύες κι άψυχες... Και σταματάνε στο κενό, χάνονται στη στιγμή. Και τα παιδικά προσωπάκια που αντικρύζεις είναι περίεργο, δε γελάνε, δεν παίζουν. Είναι μαρμαρωμένα, σα να περιμένουν κάτι. Τι όμως, δε γνωρίζεις... Πώς μπορούν και δε γιορτάζουν, πρέπει, δεν το γνωρίζουν; Πώς δε φόρεσαν τη μάσκα που 'χει σκαλισμένη την ευτυχία επάνω; Πώς μπορεί αλήθεια ένα παιδί να μη χαμογελάει τα Χριστούγεννα; Είναι γιορτές, έτσι πρέπει όλοι να κάνουν... Όλοι μας πρέπει να το κάνουμε. Είναι γιορτές. Τι κι αν οι ψυχές μας είναι ξεφτισμένες; Ποιον άραγε να νοιάζει; Τι κι αν μόλις σβήσουν τα φανταχτερά φωτάκια στις βιτρίνες, βγαίνουν έξω οι σκιές αυτής της πόλης; Είναι γιορτές, δεν κάνει...

Αυτές τις γιορτές θέλω να σβήσω όλα τα φώτα σε όλα τα χριστουγεννιάτικα δέντρα γύρω μου. Κάθε φωτάκι που ανάβει, κάνει την οργή μου να μεγαλώνει. Κάθε καινούριο στολίδι που μπαίνει, κάνει ένα ακόμη δάκρυ να κυλίσει. Δεν αντέχω άλλο το γιορτινό ψέμα γύρω μου. Δες τις ψυχές εκεί έξω, πονάνε, εγώ αρνούμαι φέτος να γιορτάσω.

Κάνει κρύο... Πονάω... Ένα δάκρυ τρέχει απ' τα μάτια μου, πώς μπορώ στ' αλήθεια να γιορτάσω; Και τι, αλήθεια, θα μπορούσα να ευχηθώ; Ανάθεμα... Δε μ' αφήνει ο πόνος κι η οργή να γιορτάσω. Πόσο θα 'θελα να κατάφερνα να ζεστάνω την ψυχή μου εξαφανίζοντας μονομιάς τον πόνο και τη φτώχεια απ' την πόλη μου... Να πάψουνε να καίν' τα σωθικά μου στη θέα εκείνου του παιδιού που ζητάει. Που ζητάει λίγη αγάπη, λίγη ελπίδα. Εκείνου που ονειρεύεται να μην πεινάει άλλο πια, ούτε και να κρυώνει τα βράδια. Που εύχεται απλά να ζήσει.

Αυτές τις γιορτές, νιώθω τις στολισμένες βιτρίνες να 'ναι προσβολές στην αξιοπρέπεια μου. Και είναι μαχαιριά κατάστηθη τα ψεύτικα χαμόγελα και οι άδειες αγκαλιές.

Ήταν πάντα οι πιο όμορφες στιγμές του χρόνου. Τώρα πια δεν τις αντέχω... Δε θέλω πια να δείχνω τα συναισθήματά μου με διάφορα δώρα σε πολύχρωμο περιτύλιγμα. Δεν μπορώ άλλο πια ν' αγοράζω την αγάπη των άλλων. Φέτος λέω να ξεκινήσω με μια αγκαλιά... Μια αγκαλιά μονάχα. Μα μια αγκαλιά αληθινή, απ' την ψυχή μου βγαλμένη... Έλα παρέα μου σ' αυτό, φοβάμαι τόσο πολύ να 'μαι μόνος μου σ' αυτό. Άνοιξε την ψυχή σου, σε ικετεύω. Και σταμάτησέ το τώρα. Είναι σκληρό. Μόνο εσύ μπορείς... Μόνο εσύ μπορείς να κάνεις τα στολισμένα χριστουγεννιάτικα δέντρα να ξαναλάμψουν. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος... Κανένας γυρισμός. Έλα να πιαστούμε απ' το χέρι, να γίνουμε ένα και να το σταματήσουμε εδώ.

Μαζί μπορούμε... Μόνο εμείς μπορούμε... Μόνο μαζί...

Αυτές τις γιορτές δε θα γιορτάσω. Μόνο θα σε πάρω αγκαλιά να διώξουμε μαζί το κρύο. Και θα μείνουμε έτσι μέχρι να ξαναφέρουμε πίσω τα Χριστούγεννα.

Μαζί...

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις