Μοναξιά


Έκανε, λέει, τραχανά και θέλει να της στείλει, της χαρίσανε κι ένα μέλι και θέλει κι αυτό να της το στείλει και λωτούς θα της στείλει. Κρατάνε, λέει, οι λωτοί, δεν χαλάνε, μπορούν να μείνουν μέρες στο δρόμο. Θα τα στείλει με το ταχυδρομείο, ένα ευρώ και δεκαπέντε λεπτά πάει το κιλό. Πέντε με έξι κιλά, όχι παραπάνω.

Κλείνει τον κλιματισμό, μπαίνει στο κρεβάτι, σκεπάζεται και σκέφτεται πού θα βρει ένα μικρό ανθεκτικό χαρτόνι, ένα χαρτόνι που θα χωράει όλα αυτά.

Κι εκείνη τώρα σκέφτεται την καρδιά της που θέλει βηματοδότη και την έλλειψη σιδήρου που της είπε η γιατρός και τα δάχτυλά της που τα αρθριτικά τής τα άλλαξαν κατεύθυνση, σαν να έκανε επί χρόνια τον τροχονόμο, αλλά πιο πολύ σκέφτεται την χρόνια μοναξιά της, τόσο χρόνια, που είναι πια υπερήλικη.

Η μοναξιά της. Όχι αυτή.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις