Απροσάρμοστοι άνθρωποι...


Υπάρχουν άνθρωποι που κοιτάν τη ζωή με το σκυθρωπό πρόσωπο και το πένθιμο βλέμμα εξόριστων στη Σιβηρία, που θα κοίταζαν από το παράθυρό τους, μέσα στην καρδιά του χειμώνα, να πέφτει το χιόνι πάνω στα χιόνια. Όλα τους φαίνονται ομοιόμορφα, άδεια, ανούσια και πληκτικά.
Στο συμπόσιο της Ζωής δεν δείχνουν ούτε βουλιμία, ούτε απόλαυση. Κρατάν στάση χορτασμένων. Τίποτα δεν τους ενθουσιάζει, τίποτα δεν τους μεθάει.
Όταν η ζωή τους προσφέρει κάτι άλλο, που θα το θεωρούσαν τύχη να το αποκτήσουν, τ’ αφήνουν να πέσει από τα χέρια τους μ’ απογοήτευση. Ονειρεύονται πάντα κάτι άλλο και ποθούν πάντα κάτι περισσότερο. Αλλά δεν μπορούν ποτέ να το καθορίσουν. Τα όνειρά τους είναι…ρευστά κι οι πόθοι τους ατμώδεις: δεν έχουν ποτέ μορφή συγκεκριμένη και το περιεχόμενό τους είναι κάθε στιγμή διάφορο.

Η ζωή των ανθρώπων αυτών περνάει σχεδόν χωρίς πράξεις και χωρίς πραγματοποιήσεις κανενός είδους, σ’ ένα Γαλαξία αναρίθμητων και νεφελωδών ρεμβασμών. Κάθε πράξη τους φαίνεται ελάττωση και κάθε πραγματοποίηση περιορισμός. Ό,τι οι άνθρωποι αυτοί θα ‘θελαν για να αισθάνονται πως ζουν, για να βρίσκουν χαρά κι ομορφιά στη ζωή, θα ‘ταν η άμεση πραγματοποίηση κι ο αδιάκοπος μετασχηματισμός – χωρίς καμιά από μέρους τους προσπάθεια – όλων των πόθων τους, όλων των εικόνων κι όλων των καταστάσεων που δημιουργεί κάθε στιγμή η φαντασία τους κι η ψυχική τους, κάθε φορά, διάθεση.

Ό,τι θα ‘θελαν θα ‘ταν να ζουν αδιάκοπα σ’ ένα κλίμα παραμυθιών – ελεύθεροι από τους περιορισμούς του χρόνου και του διαστήματος, ελεύθεροι ακόμα κι από τους περιορισμούς του ίδιου του κορμιού τους: να ‘ναι μέσα στο μεγάλο εκείνο πλοίο που περνάει στο βάθος του θαλάσσιου ορίζοντα, όταν αυτοί βρίσκονται στην παραλία, να ‘ναι καθισμένοι στο κατώφλι στης ανθισμένη εκείνης βίλλας, που τη βλέπουν περνώντας μ’ ένα τραίνο, να μεταμορφώνονται σε πρόσωπα της ιστορίας και του θρύλου, να μεταφέρονται στιγμιαία από έναν τόπο σε άλλο κι από μια κατάσταση σε άλλη, να ζουν εξαίσιες περιπέτειες και μοναδικούς έρωτες, να ‘ναι, τέλος, ό,τι λαχταρούσε ο Άγιος Αντώνιος του Φλωμπέρ – όλο το πνεύμα κι όλη η ύλη, δηλαδή θεοί – «και να ‘ναι η κάθε ημέρα τους κι ένα καινούριο θάμα».

Δεν πρόκειται για τρελούς, γιατί ό,τι οι άνθρωποι αυτοί ονειρεύονται και ποθούν ήταν ένας καιρός που το έζησαν αληθινά. Αν σήμερα το βλέμμα τους είναι πένθιμο, είναι γιατί δεν ξαναβρίσκει τις λαμπρότητες και τις μαγείες που άλλοτε το φώτιζαν. Αν όλα τους φαίνονται ανούσια, είναι γιατί έχουν ζωηρή ακόμη στα χείλια τους τη γεύση ενός συμποσίου εξαίσιου. Αν έχουν το ύφος εξόριστων, είναι γιατί στ’ αλήθεια ειν’ εξόριστοι: είναι έκπτωτοι άγγελοι, που διατηρούν τη νοσταλγική ανάμνηση ενός χαμένου παράδεισου. Ο χαμένος αυτός παράδεισος είναι ο κόσμος της παιδικής τους ηλικίας, ο γοητευτικός και μυστηριώδης τόπος της τέταρτης διάστασης.

Στον τόπο αυτό ο χρόνος είναι άγνωστος και το διάστημα δεν αποτελεί εμπόδιο. Τα σύνορά του αγγίζουν από τη μια πλευρά την πραγματικότητα κι από την άλλη χάνονται μέσα στο απέραντο βασίλειο του φανταστικού, τόσο που φανταστικά και πραγματικά να μην ξεχωρίζουν, αλλά να παίρνουν το ένα τη μορφή του άλλου. Η ζωή εκεί δεν είναι μια κατάσταση που υπάρχει και που στέκει αντίκρυ στον άνθρωπο, που ο άνθρωπος έχει να την αντιμετωπίσει – είναι μια αδιάκοπη προέκταση του εαυτού του, κάτι σαν την προέκταση ζωντανών σκιών στο λευκό και παρθένο πανί του κινηματογράφου.

Κάθε τι εκεί μπορεί, χωρίς να χάσει την πραγματική του υπόσταση, να παίρνει τα πιο ποικίλα σχήματα και τις πιο παράδοξες οντότητες, χωρίς κι αυτές να ‘ναι λιγότερο πραγματικές. Κάθε βήμα εκεί, είναι και μια ανακάλυψη, κι όμως ο τόπος αυτός διατηρεί πάντα το γοητευτικό, κι ανησυχαστικό μαζί, μυστήριο του ανεξερεύνητου, γιατί είναι σ’ αέναο μετασχηματισμό. Αλλά ό,τι είναι ακόμα πιο θαυμαστό στον κόσμο αυτόν είναι η γεύση της μαγείας που έχει κανένας απ’ όλα, κι απ’ όλες τις στιγμές, η εντατικότητα και το θάμπος της ζωής του. Τίποτε, τίποτε στον κόσμο της πραγματικότητας δεν μπορεί να δώσει την ίδια παλμώδη χαρά, τον ίδιο γλυκασμό ευτυχίας!

Όλοι μας ζήσαμε στον τόπο αυτό. Οι άνθρωποι όμως που γι’ αυτούς μιλώ δεν στάθηκαν απλοί του μόνο υπήκοοι, όπως οι περισσότεροί μας. Γεννημένοι με μια ψυχή πιο αγνή και με μια φαντασία πιο δυνατή, υπήρξαν οι εξερευνητές κι οι βασιλιάδες του. Πήγαν μακρύτερα απ’ όλους μας, είδαν θαυμαστότερα οράματα, χάρηκαν εντονότερα, δημιούργησαν περισσότερα. Γιατί για να χαρεί κανένας τον παραμυθένιο κόσμο σ’ όλη του την ομορφιά και σ’ όλη του τη μαγεία, δεν αρκεί να ‘ταν κανένας παιδί στην ηλικία. Πρέπει και να τον έχουν προικίσει οι Μοίρες μ’ εξαιρετική ευαισθησία, μ’ απεριόριστη φαντασία και, πάνω απ’ όλα, με μιαν ικανότητα αυταπάτης ανεξάντλητη.

Οι άνθρωποι που γι’ αυτούς μιλώ είχαν αυτά τα χαρίσματα. Κι αν σήμερα περιφέρουν στη ζωή την πικρία, την αθεράπευτη μελαγχολία και την υπερηφάνεια εξόριστων, όταν όλοι οι άλλοι εμείς ζούμε σαν μετανάστες, αν ονειρεύονται αδιάκοπα τα υπέρμετρα, όταν όλοι οι άλλοι εμείς έχουμε συνθηκολογήσει, είναι γιατί διατηρούν ακόμα την ευαισθησία και τη φαντασία που είχαν όταν ήταν παιδιά, ενώ έχουν χάσει – αλίμονο! – την ικανότητα της αυταπάτης!


Στο πολύ όμορφο βιβλίο «Αποχρώσεις», εκδόσεις Εστία.
Του Κώστα Ουράνη

aksioprepeiakantoxh
 steveniko.com

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις